καταντρέπομαι

καταντρέπομαι
καταντράπηκα, ντρέπομαι υπερβολικά, αισχύνομαι, καταντροπιάζομαι: Καταντρέπομαι να τον συναντήσω έπειτα απ' όσα έγιναν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”